αλευροειδής
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
-ές
1. αυτός που μοιάζει με αλεύρι
2. που είναι ευκολότριφτος όπως το αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + -ειδής < είδος].