Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλευροειδής

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που μοιάζει με αλεύρι
2. που είναι ευκολότριφτος όπως το αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + -ειδής < είδος].