αλευρόμαντις

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monolingual

ἀλευρόμαντις (-εως), ο (AM)
αυτός που ασκεί τη μαντική χρησιμοποιώντας αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλευρον + μάντις.
ΠΑΡ. μσν. ἀλευρομαντεῖον.