αλληλοφθορά

From LSJ

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source

Greek Monolingual

η
αμοιβαία φθορά, αμοιβαία καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλληλο- + φθορά.