καταστροφή

English (LSJ)

ἡ,
A overturning, νῦν καταστροφαὶ νέων θεσμίων = here is the overturning of new laws / now there will be ruin through the new laws A.Eu.490 (lyr., pl.).
2 subjugation, reduction, Hdt.1.6, 92, etc.; καταστροφὴν ποιήσασθαί τινος Id.6.27; ἐπὶ Λιβύων καταστροφῇ πέμπεσθαι = be sent to conquer Libya Id.4.167; ἐπ' ἄλλων καταστροφῇ ἐξιέναι = make an expedition to subdue others Th.1.15: pl., καταστροφαὶ ἐθνῶν Phld.Rh.1.255 S.
3 return of vibrating string to axial position, Arist.Pr.921a17 (pl.).
II end, close, conclusion, ἄνευ δὲ λύπης οὐδαμοῦ καταστροφή A.Supp.442; καταστροφὴ βίου, i.e. death, S. OC103, cf. Plb.5.54.4, etc.; καταστροφὴ τοῦ ζῆν Men.Pk.12: without βίου, Th.2.42, Epicur.Sent. 35; ποία δὲ καταστροφὴ εὐδαιμονεστέρα; Arr.Epict.4.10.17; τὸ τέλος αὐτῶν τῆς καταστροφῆς the event of their life's end, Plb.6.8.6; καταστροφὴ καὶ συντέλεια τῶν γεγονότων Id.3.1.9; καταστροφὴν λαμβάνειν Id.3.47.8; τὴν καταστροφὴν τῆς βίβλου ποιεῖσθαι εἰς… Id.1.13.5; in the drama, dénouement, ending, Antiph.191.19, Hero Aut.22.6, Luc.Alex.60, al., Euanth. et Donat. in CGFpp.67,69 K.: pl., αἱ καταστροφαὶ τῶν δραμάτων Plb.3.48.8.
III ruin, undoing, καταστροφὴ γῆς (of a person) Men.548.8.
IV crane, Stud.Pal.10.259.13 (pl., vi A.D.).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. renversement, d'où
1 bouleversement;
2 soumission, conquête;
II. dénouement, fin ; abs. καταστροφή THC fin de la vie, mort ; dans un drame dénouement de l'intrigue, fin de la pièce;
NT: ruine, destruction.
Étymologie: καταστρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταστροφή -ῆς, ἡ [καταστρέφω] vernietiging:. καταστροφαὶ... θεσμίων de vernietiging van de wetten Aeschl. Eum. 490. onderwerping:. ἐπὶ Λιβύων καταστροφῇ πέμπεσθαι gezonden worden om Libië te onderwerpen Hdt. 4.167.3; ἐπ’ ἄλλων καταστροφῇ ἐξιέναι uitrukken om anderen te onderwerpen Thuc. 1.15.2. afloop:; τοῦ βίου einde van het leven Soph. OC 103; pregn. dood:; ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή hun dood nu Thuc. 2.42.2; ontknoping:. τοῦ πάντος δράματος ἡ καταστροφή de ontknoping van het hele toneelstuk Luc. 42.60.

German (Pape)

ἡ,
1 das Umwenden, Zerstören, καταστροφαὶ νέων θεσμίων Aesch. Eum. 468.
2 Unterwerfung, Unterjochung, τῶν πολίων Her. 1.6; ποιεῖσθαί τινος, = καταστρέφεσθαι, 6.27.
3 die Wendung, der Ausgang, das Ende; ἄνευ δὲ λύπης οὐδαμοῦ καταστροφή Aesch. Suppl. 437; δότε βίου πέρασιν καὶ καταστροφήν τινα Soph. O.C. 103; der Tod, Thuc. 2.42, wie τοῦ βίου Pol. 5.54.4 und öfter ohne dies. Zusatz; allgemein, καταστροφὴ καὶ συντέλεια τῶν γεγονότων 3.1.9; καὶ ἔξοδον λαμβάνειν 3.47.8; τὴν καταστροφὴν τῆς βάβλου ποιεῖσθαι εἰς τοῦτο, wie καταστρέφειν, 1.13.5; αἱ καταστροφαὶ τῶν δραμάτων, der Wendepunkt der Handlung in der Tragödie, von dem die Auflösung des geschürzten Knotens beginnt, 3.48.4; Luc. Alex. 60 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

καταστροφή:
1 переворот: καταστροφαὶ νέων θεσμίων Aesch. переворот (в результате) новых законов;
2 поворот, начало развязки (αἱ καταστροφαὶ τῶν δραμάτων Polyb.);
3 развязка, исход, конец (τοῦ βίου, τῶν γεγονότων Polyb.);
4 смерть, гибель (τινός Thuc.);
5 истребление, разрушение (καταστροφῇ κατακρίνειν NT);
6 покорение (τῶν πολίων Her.): καταστροφὴν ποιεῖσθαί τινος Her. покорить кого-л. себе.

Greek (Liddell-Scott)

καταστροφή: ἡ, ἀνατροπή, κατάλυσις, θεσμίων Αἰσχύλ. Εὐμ. 490. 2) ὑποταγή, ὑποδούλωσις, οὐ κ. πολίων, ἀλλ’ ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγὴ Ἡρόδ. 1. 6, 92, κτλ.· καταστροφὴν ποιεῖσθαί τινος (πρβλ. καταστρέφομαί τινα) ὁ αὐτ. 6. 27· ἐπὶ Λιβύων καταστροφῇ πέμπεσθαι ὁ αὐτ. 4. 167· ἐπ’ ἄλλων καταστροφῇ ἐξιέναι Θουκ. 1. 15. ΙΙ. αἰφνίδιος στροφὴ ἢ τέλος, συμπέρασμα, ἄνευ δὲ λύπης οὐδαμοῦ καταστροφὴ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 442· πέρασιν καὶ κ. βίου, δηλ. θάνατος (πρβλ. καταστρέφειν), Σοφ. Ο. Κ. 103, πρβλ. Πολύβ. 5. 54, 4, κτλ.· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ βίου, ἡ κ. τῶνδε, ὁ θάνατος, Θουκ. 2. 42· τὸ τέλος αὐτῶν τῆς καταστροφῆς, ἡ τελευταία ἔξοδος τοῦ βίου αὐτοῦ, Πολύβ. 6. 8, 6· κ. τῶν γεγονότων ὁ αὐτ. 3. 1, 9· κ. λαμβάνειν ὁ αὐτ. 3. 47, 8· τὴν κ. τῆς βίβλου ποιεῖσθαι εἰς ἢ ἐπὶ τοῦτο, ὁ αὐτ. 1. 13, 5· κ. καὶ συντέλεια τῶν γεγονότων Πολύβ. 3. 1, 9· κ. καὶ ἔξοδος τοῦ ψεύδους ὁ αὐτ. 3. 47, 8· ἐν τῷ δράματι, ἡ στροφὴ τῆς δραματικῆς πλοκῆς, ὅπου ἄρχεται ἡ λύσις, ὁ αὐτ. 3. 48, 8· αὕτη ἡ κ. τοῦ δράματος καὶ τὸ τέλος τῆς τραγῳδίας Λουκ. Ἀλεξ. 60.

English (Strong)

from καταστρέφω; an overturn ("catastrophe"), i.e. demolition; figuratively, apostasy: overthrow, subverting.

English (Thayer)

καταστροφῆς, ἡ (καταστρέφω) (Vulg. subversio (eversio)), overthrow, destruction: of cities, WH omits; Tr marginal reading brackets καταστροφή) (A. V. the subverting): Aeschylus Eum. 490.)

Greek Monolingual

η (AM καταστροφή) καταστρέφω
παντελής φθορά, εξολόθρευση, αφανισμός, όλεθρος, εξόντωση
νεοελλ.
συμφορά, μεγάλη ζημιά, μεγάλο δυστύχημα («έπαθε μεγάλη καταστροφή, κάηκε το σπίτι του»)
αρχ.
1. ανατροπή, κατάλυση, φθορά («καταστροφαὶ νέων θεσμίων», Αισχύλ.)
2. υποδούλωση, καθυπόταξη («ἐπ' ἄλλων καταστροφῇ οὐκ ἐξῇσαν οἱ Ἕλληνες», Θουκ.)
3. η επάνοδος μιας παλλόμενης χορδής στη θέση του άξονά της
4. έκβαση, τέλος, συμπέρασμα
5. θάνατος («ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή», Θουκ.)
6. (για δράμα) το τέλος ή το μέρος απ' όπου αρχίζει να υποδηλώνεται η λύση του δράματος
7. πάπ. μηχάνημα για ανέλκυση βαρών, είδος γερανού.

Greek Monotonic

καταστροφή: ἡ (καταστρέφω),
I. 1. ανατροπή, κατάλυση, σε Αισχύλ.
2. υποταγή, υποδούλωση, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. ξαφνική στροφή ή τέρμα, κλείσιμο, απόληξη, περάτωση, σε Αισχύλ.· λέγεται για το θάνατο, σε Σοφ., Θουκ.· στο θεατρικό δράμα, η στροφή της δραματικής πλοκής απ' την οποία ξεκινά η λύση του δράματος, σε Λουκ.

Middle Liddell

καταστροφή, ἡ, καταστρέφω
I. an overturning, Aesch.
2. a subduing, subjugation, reduction, Hdt., Thuc.
II. a sudden turn or end, a close, conclusion, Aesch.; of death, Soph., Thuc.: in drama, the catastrophe, Luc.

Chinese

原文音譯:katastrof» 卡他-士特羅費
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向下-轉(著) 相當於: (הָפַךְ‎) (כָּרַת‎)
字義溯源:推倒,顛覆,傾覆,毀壞,災禍,變節,敗壞;源自(καταστρέφω)=顛倒);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(στρέφω)=扭轉)組成;其中 (στρέφω)出自(τροπή)=轉動),而 (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉)
出現次數:總共(2);提後(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 將⋯傾覆(1) 彼後2:6;
2) 敗壞(1) 提後2:14

English (Woodhouse)

conclusion, reduction, subjugation, end, putting down, subjugation by force of arms

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό καταστρέφωκατά + στρέφω.
Παράγωγα: καταστροφεύς, καταστροφικῶς, καταστρεπτικός, καταστρεπτικῶς. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα στρέφω.

Lexicon Thucydideum

subactio, subjugation, conquest, 1.15.2,
vitae exitus, end of life, 2.42.2.

Translations

destruction

Arabic: تَدْمِير‎, هَدْم‎, تَلَف‎; Belarusian: руйнаванне, разбурэнне, знішчэнне; Bulgarian: разрушение, унищожение; Catalan: destrucció; Chinese Mandarin: 毀滅, 毁灭, 破壞, 破坏; Czech: destrukce, zničení; Danish: ødelæggelse; Dutch: vernietiging; Esperanto: detruo; Finnish: tuhoaminen, hävitys, hävittäminen; French: destruction; Galician: destrución; Georgian: განადგურება; German: Zerstörung, Vernichtung; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌻𐌿𐍃𐍄𐍃, 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: καταστροφή, συντριβή, αφανισμός, χαλασμός, κατεδάφιση, κατάλυση; Ancient Greek: ἅλωσις, ἀμαύρωσις, ἀναίρεσις, ἀναστασία, ἀνάστασις, ἀναστάτωσις, ἀπόλειψις, ἀποτυμπανισμός, ἀποφθορά, ἀποφθορή, ἀπώλεια, ἄρσις, ἀφάνεια, ἀφανία, ἀφάνισις, ἀφανισμός, δανοτής, δαπάνη, δῄωσις, διακοπή, διάλυσις, διασκέδασις, διαφθορά, διαφθορή, διαφορά, εἴσπτωσις, ἐκρίζωσις, ἐκτριβή, ἔκτριψις, ἐξάλειψις, ἔξαρσις, ἐξαφάνισις, ἐξαφανισμός, ἐξολέθρευμα, ἐξολέθρευσις, ἐξώλεια, ἐπαναίρεσις, ἔπαρσις, ἐπιτριβή, ἐρήμωσις, θραῦμα, θραῦσις, καθαίρεσις, κατακονή, κατακονά, κατάλυσις, καταστροφή, καταφθορά, κοπή, λοιγός, ὀλέθρευσις, ὄλεθρος, σύντριψις, τὸ δαπανητικόν, φθαρσία, φθορά, φθορή, φθόρος; Hausa: ɓarna; Hebrew: הריסה‎, הרס‎, הַשְׁמָדָה‎, חֻרְבָּן‎; Hindi: नाश, विनाश; Icelandic: eyðilegging; Irish: loitiméireacht, líomhadh, eirleach, urbhaidh, argain; Italian: distruzione; Japanese: 破壊, 破棄, 湮滅; Korean: 파괴(破壞), 멸망(滅亡); Kurdish Central Kurdish: ناھێشتن‎, وێرانی‎; Latin: exitium, clades; Macedonian: уништување; Malayalam: സംഹാരം, നശിപ്പിക്കൽ; Maori: whakangaromanga, whakamōtītanga, turakanga; Norwegian Bokmål: ødeleggelse; Pali: atipāta; Persian: تخریب‎; Polish: niszczenie, zniszczenie, destrukcja; Portuguese: destruição; Romanian: distrugere; Russian: разрушение, уничтожение; Sanskrit: नाश, विनाश, भङ्ग, संहार, निधन, ध्वंस, विभङ्ग, विध्वंश, विघटन; Scottish Gaelic: milleadh; Serbo-Croatian Cyrillic: уништење; Roman: uništénje; Slovak: zničenie; Slovene: uničenje; Sorbian Lower Sorbian: pótopjenje, wopusćenje; Spanish: destrucción; Swahili: uharibifu; Swedish: förstörelse, ödeläggelse; Tajik: тахриб; Tocharian B: nkelñe; Turkish: izmihlal, harap etme, tahribat, yıkma, yok etme; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: руйнування, знищення; Welsh: aball; Yiddish: אומקום