αλφάρι

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

το (Μ ἀλφάριον) (υποκορ. του άλφα)
το αλφάδι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλφα + παραγ. κατάλ. -άρι].