αλφάδι

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

Greek Monolingual

το (Μ ἀλφάδιον)
γενική ονομασία οργάνων με τα οποία ελέγχουμε την οριζοντιότητα μιας επίπεδης επιφάνειας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλφα + υποκορ. κατάλ. -άδι
η ονομασία του οργάνου οφείλεται στο σχήμα του.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλφαδάκι, αλφαδιά, αλφαδιάζω].

Translations

spirit level

af: waterpas; ar: ميزان ماء; be: грунтвага; bg: либела; ca: nivell; cs: vodováha; cv: шай; da: vaterpas; de: Wasserwaage; el: αλφάδι, αεροστάθμη; en: spirit level, bubble level, level; eo: nivelilo; es: nivel; et: vesilood; fa: تراز; fi: vesivaaka; fo: vaturpass; frr: weeterpas; fr: niveau à bulle; ga: leachtleibhéal; he: פלס בנאים; hi: स्पिरिट लेविल; hr: libela; hu: vízmérték; id: waterpass tukang; io: libelo; it: livella; ja: 水準器; ko: 수준기; mk: либела; nl: waterpas; nn: vater; no: vaterpass; pam: nibel; pl: poziomica; pt: nível; ro: nivelă cu bulă de aer; ru: уровень; scn: livedda; sd: ليول(اوزار); sh: libela; sk: vodováha; sr: либела; sv: vattenpass; szl: waserwoga; ta: ரச மட்டம்; tg: обтарозу; tr: su terazisi; tyv: ватерпас; uk: рівень; uz: vaterpas; vi: ống bọt nước; zh_yue: 平水尺; zh: 水準管