αλφαβητάριο

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source

Greek Monolingual

και -άρι, το (Μ ἀλφαβητάριον και -άριν) ἀλφάβητος
νεοελλ.
1. το πρώτο αναγνωστικό βιβλίο, με το οποίο τα παιδιά διδάσκονται τα γράμματα και τον συλλαβισμό, αναγνωστικό, αναγνωσματάρι
2. η αλφάβητος
μσν.
αλφαβητικό ακρόστιχο, ακροστιχίδα.