αμπελόβιος

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο
1. (για πτηνά, Έντομα κ.λπ.) αυτός που ζει στα αμπέλια
2. αυτός που αποζεί από τα αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμπελος + βίος.