αμυσταγώγητος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμυσταγώγητος, -ον) μυσταγωγῶ
αυτός που δεν έχει μυσταγωγηθεί, μυηθεί στα μυστήρια της εκκλησίας, ο αμύητος.