αμυσταγώγητος

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμυσταγώγητος, -ον) μυσταγωγῶ
αυτός που δεν έχει μυσταγωγηθεί, μυηθεί στα μυστήρια της εκκλησίας, ο αμύητος.