αμυσταγώγητος

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμυσταγώγητος, -ον) μυσταγωγῶ
αυτός που δεν έχει μυσταγωγηθεί, μυηθεί στα μυστήρια της εκκλησίας, ο αμύητος.