ανάζωστρο

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

το αναζώνω
περίδεσμος για τη συγκράτηση ενός μέλους του σώματος ή περισκελίδας.