περίδεσμος
Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.
English (LSJ)
ὁ, band, belt, girdle, Gal.18(2).762, Aristaenet. 1.25.
German (Pape)
[Seite 572] ὁ, Band, Binde, plur. περίδεσμα, Eur. Herc. Fur. 1035, zw.; Sp., wie Aristaen. 1, 25.
Greek (Liddell-Scott)
περίδεσμος: ὁ, εἶδος γυναικείου στηθοδέσμου, Ἀρισταίν. 1. 25. 2) ταινία, «περιδέσμους ποιοῦσα ἐκ τῶν φορημάτων αὐτῆς» Βίος Ἁγίας Μάρθας, Actt. SS. Maii τ. 5, σ. 406, 33.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ περιδέω
νεοελλ.
1. δεσμός από σχοινί, καλώδιο ή ακόμη και μεταλλικό υλικό, που δένεται γύρω από αντικείμενα προκειμένου να τά συγκρατήσει ή να διασφαλίσει την ακέραια μεταφορά τους
2. βοτ. παρέγχυμα το οποίο, στο μερίστωμα του φύλλου, περιβάλλει τη βιβλιοξυλώδη δέσμη και περιβάλλεται με τη σειρά του από ενδόδερμα
μσν.-αρχ.
ζώνη, ταινία ή άλλο είδος γυναικείου στηθόδεσμου.