αναγνωριστικός

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀναγνωριστίκος, -ή, -όν) ἀναγνωρίζω
αυτός που συντελεί στη αναγνώριση.