ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
ηη ανακάτωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατώνω.ΠΑΡ. ανακατωσιάρης].