ανακάτωση
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
η (Μ ἀνακάτωση)
1. τάση για εμετό
2. ανώμαλη κατάσταση, σύγχυση, ταραχή
3. φιλονικία, ραδιουργία
4. ανάμιξη, ταραχή τών στοιχείων της φύσεως, μεταβολή του καιρού προς το χειρότερο
5. σχέση ή δικαίωμα αναμίξεως σε ξένη υπόθεση, ενδιαφέρον για τα ξένα πράγματα
6. κοινωνική σχέση, συναναστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀνακάτωσις < ἀνακατώνω
πρβλ. ανεκάτωση.
ΠΑΡ. ανακατωσούρα, ανακατωσούρης].