ανακτώ

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source

Greek Monolingual

(ἀνακτάω) (Α ἀνακτῶμαι)
βρίσκω κάτι που έχω χάσει, αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω