Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
κ. -χτώ (Μ ἀποκτῶ, -άω)
κάνω κτήμα μου κάτι
νεοελλ.
αποκτώ παιδί, γεννώ
μσν.
γνωρίζω κάτι, εξοικειώνομαι με κάτι.