αναμίσγω
From LSJ
τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
Greek Monolingual
ἀναμίσγω (Α)
ποιητ. και ιων. τ. του ἀναμιγνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μίσγω (< μίκσκω < μίγ-σκω) «αναμειγνύω»].
τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
ἀναμίσγω (Α)
ποιητ. και ιων. τ. του ἀναμιγνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μίσγω (< μίκσκω < μίγ-σκω) «αναμειγνύω»].