αναμειγνύω
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
Greek Monolingual
και ἀναμιγνύω [Α ἀναμειγνύω και ἀναμείγνυμι και ποιητ. ἀμμείγνυμι, μτγν. ἀναμίγνυμι και ἀναμιγνύω] κάνω ανάμιξη, ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω
νεοελλ.
1. μπλέκω κάποιον σε κάποια υπόθεση, τον μπερδεύω
2. α) μέσ. υπεισέρχομαι σε κάποια υπόθεση, επεμβαίνω, ανακατεύομαι
β) μετέχω, παίρνω μέρος
αρχ.
παθ.
1. ενώνομαι με κάποιον
2. έρχομαι σε επαφή, επικοινωνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μείγνυμι.
ΠΑΡ. ανάμικτος, ανάμιξη (-ις)
αρχ.
ἀνάμιγα, ἀνάμιγδα, ἀναμίξ
μσν.
ἀναμικτός μσν.-νεοελλ. ἀναμιγή, ἀναμίγω νεοελλ. ανάμειγμα, αναμεικτήρας και αναμείκτης].