αναμασητής

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ήτρια)
1. αυτός που αναμασά, που επαναλαμβάνει τα λόγια κάποιου άλλου
2. αυτός που επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια.