αναμασητής

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ήτρια)
1. αυτός που αναμασά, που επαναλαμβάνει τα λόγια κάποιου άλλου
2. αυτός που επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια.