ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
ο (θηλ. -ήτρια)1. αυτός που αναμασά, που επαναλαμβάνει τα λόγια κάποιου άλλου2. αυτός που επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια.