αναξερνώ

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

(-άω)
1. κάνω εμετό, ξερνώ
2. αναδίνω (νερό, υγρασία κ.λπ.)
3. αναδίνω χρώμα, ξεβάφω
4. (για ύφασμα) εμφανίζω, παρουσιάζω και πάλι κηλίδα που φαινόταν να έχει καθαρίσει.