ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
ἀναύχην, ο, η (Α) αυχήνεκείνος που δεν έχει αυχένα, λαιμό.