ανδροθνής

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

ἀνδροθνής, ο, η (Α)
φονικός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -θνής, από θ. θνᾶ- του θνήσκω.