ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
ἀνδρῷος, -α, -ον (Α)αυτός που ταιριάζει ή χρησιμεύει στους άνδρες, ανδρικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός, αναλογικά προς το πατρώος].