ανδρικός

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461

Greek Monolingual

-ή, -ό και αντρικόςἀνδρικός, -ή, -όν)
1. εκείνος που ανήκει ή αφορά σε άνδρα, ανδροπρεπής, αντρίκιος
2. ανθεκτικός, καρτερικός, θαρραλέος
αρχ.
1. εκείνος που αποτελείται από άνδρες
2. μεγάλος, μεγάλης χωρητικότητας (κύλιξ)
3. το ανδρικόν
ανδρεία, γενναιότητα.