Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανδρικός

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

-ή, -ό και αντρικόςἀνδρικός, -ή, -όν)
1. εκείνος που ανήκει ή αφορά σε άνδρα, ανδροπρεπής, αντρίκιος
2. ανθεκτικός, καρτερικός, θαρραλέος
αρχ.
1. εκείνος που αποτελείται από άνδρες
2. μεγάλος, μεγάλης χωρητικότητας (κύλιξ)
3. το ανδρικόν
ανδρεία, γενναιότητα.