ανθόνερο

From LSJ

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113

Greek Monolingual

το
απόσταγμα λουλουδιών ή φύλλων που ευωδιάζουν, κυρίως των εσπεριδοειδών, ανθόναμα, ανθόσταμα.