ανθώδης

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

-ες (Α ἀνθώδης)
1. γεμάτος λουλούδια
2. αυτός που μοιάζει με λουλούδι.