ανιπτόπους
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Greek Monolingual
ο (ΜΑ ἀνιπτόπους, -ουν)
αυτός που έχει άπλυτα πόδια
(νεοελλ.-μσν.) (στον πληθ. ως ουσ.) οι ανιπτόποδες
αιρετικοί μοναχοί που θεωρούσαν αγιότητα να παραμελούν την καθαριότητα και να μένουν άπλυτοι.