τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
η (Α ἁγιότης) ἅγιος1. αγιοσύνη, αγνότητα, ευλάβεια2. προσαγόρευση εκκλησιαστικών αξιωματούχων, ιδιαίτερα επισκόπων («όπως είπε η αγιότητά σας...»).