ανισομήκης

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

-ες (Α ἀνισομήκης)
1. αυτός που δεν έχει ίδιο μήκος με άλλον
2. εκείνος που αποτελείται από μέρη με άνισα μήκη.