αντανακλαστικός

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. εκείνος που προκαλεί ή υφίσταται αντανάκλαση
2. (Γραμμ.) «αντανακλαστικές αντωνυμίες» — οι αυτοπαθείς, αυτές που αναφέρονται στο ίδιο το υποκείμενο
3. το ουδ. ως ουσ. η αυτόματη (άμεση και ακούσια) απάντηση ενός οργάνου σε κάποιο ερέθισμα.