πανθέλκτειρα

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανθέλκτειρα Medium diacritics: πανθέλκτειρα Low diacritics: πανθέλκτειρα Capitals: ΠΑΝΘΕΛΚΤΕΙΡΑ
Transliteration A: panthélkteira Transliteration B: panthelkteira Transliteration C: panthelkteira Beta Code: panqe/lkteira

English (LSJ)

ἡ, charmer of all, Simon.183.1.

German (Pape)

[Seite 460] ἡμερίς, ἡ, die Alles bezaubernde, Simonds. 48 (VII, 24).

Russian (Dvoretsky)

πανθέλκτειρα: adj. f всех околдовывающая (ἡμερίς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πανθέλκτειρα: ἡ, ἡ πάντας καταθέλγουσα, Σιμωνίδ. (;) 179. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.

Greek Monolingual

ἡ, Α
αυτή που θέλγει τους πάντες («πανθέλκτειρα ἡμερίς», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θελκτήρ + κατάλ. -ειρα].