ανύποπτος

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνύποπτος, -ον)
αυτός που δεν υποψιάζεται κάτι ή δεν έχει υποψίες για κάποιον
αρχ.-μσν.
όποιος δεν γεννά υποψίες, δεν τον υποπτεύονται οι άλλοι.