ανώριμος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνώριμος -ον)
αυτός που δεν έχει ωριμάσει.