αξιοσύνη

From LSJ

ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse

Source

Greek Monolingual

κ. αξωσύνη, η (Μ ἀξιοσύνη) άξιος
ικανότητα, επιτηδειότητα.