απένταρος

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

ο
αυτός που δεν έχει πεντάρα, δεν έχει καθόλου χρήματα, άφραγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (στερ). + πεντάρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ευθ. Γουβέλη].