απαλόστρακος

From LSJ

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἁπαλόστρακος, -ον)
εκείνος που έχει μαλακό όστρακο.