ἁπαλόστρακος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
German (Pape)
[Seite 277] mit weicher Schaale, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπαλόστρακος: -ον, ὁ ἔχων ἁπαλὸν ὄστρακον, «πάντα τὰ ὄστρακόδερμα καὶ ἁπαλόστρακα ὡς οἱ κάραβοι καὶ καρκίνοι καὶ ἀστακοὶ» Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 92C.
Spanish (DGE)
-ον
que tiene caparazón blando de escarabajos, Nemes.Nat.Hom.M.40.520A.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἁπαλόστρακος, -ον)
εκείνος που έχει μαλακό όστρακο.