απαρατήρητος
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπαρατήρητος, -ον)
αυτός που διέφυγε την παρατήρηση των άλλων, που κανείς δεν τον είδε
νεοελλ.
αυτός που δεν του έγινε παρατήρηση, δεν τον επέπληξαν
αρχ.
επίρρ. ἀπαρατηρήτως
χωρίς προφύλαξη.