Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
1. κάνω κάποιον βλάκα2. (μέσ., -ομαι) καταντώ βλάκας.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + βλαξ, βλακός. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Δ. Λέριο].