Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
1. κάνω κάποιον βλάκα
2. (μέσ., -ομαι) καταντώ βλάκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + βλαξ, βλακός. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Δ. Λέριο].