αποτραβώ

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

(-άω)
1. απομακρύνω κάποιον ή κάτι
2. αποτραβιέμαι
απομακρύνομαι από κάποιον ή κάτι
3. απομονώνομαι, αποσύρομαι.