Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
κ. -κραίνω (AM ἀπομακρύνω, Μ κ. -κραίνω)
οδηγώ κάποιον ή κάτι μακριά
μσν.- νεοελλ.
πηγαίνω μακριά, ξεμακραίνω
νεοελλ.
1. αποσύρω
2. εκτοπίζω, αποπέμπω
3. κρατώ κάποιον μακριά, τον αποφεύγω.