ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
-ή, -ό (AM ἀποτρεπτικός, -ή, -όν)ο κατάληλος ή ο ικανός να αποτρέπει, να μεταπείθει κάποιον.