αποτρεπτικός

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποτρεπτικός, -ή, -όν)
ο κατάληλος ή ο ικανός να αποτρέπει, να μεταπείθει κάποιον.