απόβλημα

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

το (AM ἀπόβλημα)
οτιδήποτε αποβάλλεται ή είναι για πέταμα.