ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ἀπόπεμπτος, -ον (Α)1. αυτός που διώχθηκε, που απομακρύνθηκε2. αυτός που μπορεί κανείς να αποπέμψει, να αποσοβήσει.