απόπεμπτος

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

ἀπόπεμπτος, -ον (Α)
1. αυτός που διώχθηκε, που απομακρύνθηκε
2. αυτός που μπορεί κανείς να αποπέμψει, να αποσοβήσει.