αρένα

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀρένα)
η παλαίστρα ή ο στίβος για ταυρομαχίες, ιππομαχίες κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. arena «άμμος»].