αρένα

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

η (Μ ἀρένα)
η παλαίστρα ή ο στίβος για ταυρομαχίες, ιππομαχίες κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. arena «άμμος»].